- παρέω
- πάρειμι 1sumpres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic)πείρωpierceaor subj pass 1st sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεώ — άω / παρεῶ, άω, ΝΜΑ αφήνω κάτι να παρέλθει, παραβλέπω παραμελώ νεοελλ. ναυτ. α) (σχετικά με άγκυρα) αφήνω να ολισθήσει στη θάλασσα, κν. καλουμάρω β) (σχετικά με σχοινιά) χαλαρώνω, λασκάρω, μποσικάρω μσν. 1. εγκαταλείπω, αφήνω 2. επιτρέπω (μσν αρχ … Dictionary of Greek
παρεῶ — παρεάω let pass pres imperat mp 2nd sg παρεάω let pass pres subj act 1st sg (attic epic ionic) παρεάω let pass pres ind act 1st sg (attic epic ionic) παρεάω let pass pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) παρεάω let pass pres ind act 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέαση — η [παρεώ] ναυτ. το καλουμάρισμα 2. μτφ. παραμέληση, αμέλεια … Dictionary of Greek